στενωποῦ

στενωποῦ
στενωπός
narrow
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Занятие ущелья Клисура — Итало греческая война …   Википедия

  • θερμοπύλες — I Στενό πέρασμα (στενωπός) μεταξύ του Μαλιακού κόλπου και του Καλλίδρομου, που η στρατηγική του θέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Το τοπίο σήμερα έχει αλλοιωθεί με τις προσχώσεις των ποταμών, κυρίως του Σπερχειού, και… …   Dictionary of Greek

  • κλεισούρα — I Φαράγγι του νομού Αιτωλοακαρνανίας στο όρος Αράκυνθος (894 μ.), από το οποίο διέρχεται η οδός που οδηγεί από το Μεσολόγγι στο Αγρίνιο. Στη δυτική πλευρά του βρίσκεται η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ στην έξοδό του προς τις λίμνες Λυσιμαχία… …   Dictionary of Greek

  • εκβίαση — η 1. η χρήση βίας, απειλών ή ηθικών πιέσεων με σκοπό το αθέμιτο όφελος. 2. η διάβαση στενωπού ύστερα από μάχη με τον εχθρό που κατείχε τη θέση, εκπόρθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”